μεσότης

μεσότης
μεσό-της, ητος, , ([etym.] μέσος)
A central position,

χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας Pl.Lg. 746a

, 746f.l. in Arist.Mir.846a18 (cf. Mu.399b34); also of Time,

τὸ νῦν ἐστι μ. τις Id.Ph.251b20

;

Αἰών . . ἀρχὴν μ. τέλος οὐκ ἔχων SIG1125.10

(i B.C./i A.D.).
II Math., mean, Pl.Ti.32a, 43d (pl.), etc.; μ. ἀριθμητική, ἁρμονική, Arist.Fr.47;

γεωμετρουμένη Plu.2.1138d

.
2 generally, mean, state between two extremes (ἔλλειψις and ὑπερβολή)

, μ. ἐστὶν ἡ ἀρετή Arist.EN1106b27

, cf. 36;

μ. ἡ ἀρετὴ καὶ βίων καὶ ἔργων καὶ τεχνῶν D.H.Comp.24

;

ἡ μ. ἐν πᾶσιν ἀσφαλεστέρα Trag.Adesp.547.6

;

αἱ μ. ἄρισται AP10.102

(Bass.).
3 medium, communicating between two opposites,

ἡ αἴσθησις οἷον μ. τις τῆς ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐναντιώσεως Arist.de An.424a4

, cf. 431a11; standard,

ὡς μ. χρώμενοι τῇ ἁφῇ Id.Mete.382a19

.
4 τῆς λέξεως μ. a style between poetry and prose, D.H.Vett.Cens.2.11, cf.5.2.
5 Gramm., middle voice, D.T.638.9, A.D.Synt.211.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσότης — central position fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοτήτων — μεσότης central position fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότησι — μεσότης central position fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότησιν — μεσότης central position fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητα — μεσότης central position fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητας — μεσότης central position fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητες — μεσότης central position fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητι — μεσότης central position fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητος — μεσότης central position fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”